- ὑαλόχρους
- ὑᾰλόχρους, ουν,A glass-coloured, AP6.211 (Leon., in acc. -χροα). [v. ὕαλος fin.]
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υαλόχρους — ουν, ΝΑ, και ασυναίρ. τ. ὑαλόχροος, οον, Α (λόγιος τ.) αυτός που έχει το χρώμα τής διαφανούς υάλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕαλος + χρους (< χρώς, χρωτός «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. χρυσό χρους) … Dictionary of Greek
ὑαλόχροα — ὑαλόχρους glass coloured neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υαλοχρώδης — ῶδες, Α [ὑαλόχρους] υαλόχρους … Dictionary of Greek
ύαλος — και ύελος, η / ὕαλος και ὕελος, ΝΜΑ, και ὕελλος, ἡ, μτγν τ. ὕαλος, ὁ, Α το γυαλί νεοελλ. 1. συνεκδ. υαλοπίνακας, τζάμι 2. φρ. «υφαιστειακή ύαλος» (πετρογρ.) υαλώδες πέτρωμα που σχηματίζεται από λάβα ή από μάγμα και έχει σύσταση παρόμοια με τη… … Dictionary of Greek